- μαρτυρούμενοι
- μαρτῠρούμενοι , μαρτύρομαιcall to witnessfut part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)μαρτυρέωbear witnesspres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίεμαι — (Α) 1. φεύγω γρήγορα 2. φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρ. συγγενές προς το διώκω*. Εξαιρουμένου τού τ. δίε «φοβήθηκα», θεματ. αόρ. που συνδέεται μάλλον με τα δέδοικα, δείδω*, από μορφολογικής απόψεως δύο μόνο είναι οι μαρτυρούμενοι… … Dictionary of Greek
θήσαι — θῆσαι (Α) (απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. *θάω έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. θῆσαι, θῆσθαι, θησάμενος) 1. (αμτθ.) πίνω γάλα από τη θηλή, θηλάζω, βυζαίνω (α. «θήσατο μαζόν» θήλασε [από] το στήθος β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι» τα… … Dictionary of Greek